οχλοκρατούμαι

οχλοκρατούμαι
-έομαι
κυβερνώμαι από τον όχλο, άγομαι και φέρομαι από τον όχλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όχλος + κρατώ / κρατούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οχλοκρατούμαι — κυβερνιέμαι με τρόπο οχλοκρατικό, από τον όχλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”